ευθυεπής

ευθυεπής
εὐθυεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει με παρρησία, με ελευθερία λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + -επής (< έπος «λόγος»), πρβλ. καλλι-επής, α-μετρο-επής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐθυεπεῖς — εὐθυεπής plain spoken masc/fem acc pl εὐθυεπής plain spoken masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυεπές — εὐθυεπής plain spoken masc/fem voc sg εὐθυεπής plain spoken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

  • ευθυέπεια — εὐθυέπεια και εὐθυεπία [ευθυεπής] ἡ (Α) το να μιλάει κάποιος με παρρησία, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα …   Dictionary of Greek

  • ευθυλόγος — εὐθυλόγος, ον (Α) ο ευθυεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + λόγος < λέγω (πρβλ. ακριβο λόγος, ετυμο λόγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”